- παραπορευόμενος
- παραπορεύομαιgo besidepres part mp masc nom sgπαραπορεύομαιgo besidepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπορεύομαι — Α 1. πορεύομαι παραπλεύρως ή πλησίον κάποιου, συμβαδίζω («ὅς... συναμπρεύων καὶ παραπορευόμενος παρώξυνε τὰ ζεύγη πρὸς τὸ ἔργον», Αριστοτ.) 2. μτφ. συνοδεύω («ἀκρόαμα δὲ οὐδέν... παρεπορεύετο», Φύλαρχ.) 3. παρέρχομαι, περνώ («παραπορευομένων τῶν… … Dictionary of Greek
ԱՆՑԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0249 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա.գ. πάροδος, διοδεύων, παροδεύων viator, transiens, permeans Որ անցանէ. իբր Անցորդ. ճանապարհորդ. ուղեւոր. անցւոր, ճամբորդ. ... *Եկն անցաւոր առ այրն մեծատուն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)